- διχόφρων
- δῐχό-φρων, ον, gen. ονος, ([etym.] φρήν)A at variance, πότμος δ. a destiny full of discord, A. Th.899 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διχόφρων — διχόφρων, ον (Α) 1. διχόγνωμος* 2. εχθρικός, αντίθετος … Dictionary of Greek
διχόφρονι — διχόφρων at variance dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek